humorously
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | humorously |
συγκριτικός | more humorously |
υπερθετικός | most humorously |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
humorously (en)
- χιουμοριστικά
- ↪ He coped with the situation humorously.
- Αντιμετώπισε χιουμοριστικά την κατάσταση.
- ↪ He coped with the situation humorously.