Μετάβαση στο περιεχόμενο

humorously

Από Βικιλεξικό
παραθετικά
θετικός humorously
συγκριτικός more humorously
υπερθετικός most humorously

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
humorously < humorous + -ly

Επίρρημα

[επεξεργασία]

humorously (en)

  • χιουμοριστικά
      He coped with the situation humorously.
    Αντιμετώπισε χιουμοριστικά την κατάσταση.