conjugation
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
conjugation | conjugations |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
conjugation (en)
- η σύζευξη
- (βιολογία) βακτηριοσύζευξη
- (γραμματική) η κλίση ρήματος, η ρηματική κλίση
[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- declension (για ονοματική κλίση)
- inflection ( υπερώνυμο: κλίση)