ελεημοσύνη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἐλεημοσύνη

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ελεημοσύνη οι ελεημοσύνες
      γενική της ελεημοσύνης των (ελεημοσύνών)
    αιτιατική την ελεημοσύνη τις ελεημοσύνες
     κλητική ελεημοσύνη ελεημοσύνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
ελεημοσύνη

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ελεημοσύνη < ελληνιστική κοινή ἐλεημοσύνη < αρχαία ελληνική ἐλεήμων

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /e.le.i.moˈsi.ni/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ελεημοσύνη θηλυκό

  1. χρηματική ή βοήθεια σε είδος που δίνεται σε κάποιον φτωχό ή ζητιάνο
  2. οτιδήποτε δίνεται από κάποιον που αισθάνεται οίκτο για άλλο πρόσωπο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]