Μετάβαση στο περιεχόμενο

charité

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
charité charités

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ʃa.ʁi.te/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

charité (fr) θηλυκό

  1. η αγαθοεργία
  2. η φιλανθρωπία, η ελεημοσύνη
  3. η καλοσύνη