charité
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
charité | charités |
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]charité (fr) θηλυκό
- η αγαθοεργία
- η φιλανθρωπία, η ελεημοσύνη
- η καλοσύνη