φιλανθρωπία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φιλανθρωπία οι φιλανθρωπίες
      γενική της φιλανθρωπίας των φιλανθρωπιών
    αιτιατική τη φιλανθρωπία τις φιλανθρωπίες
     κλητική φιλανθρωπία φιλανθρωπίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φιλανθρωπία < αρχαία ελληνική φιλανθρωπία < φιλάνθρωπος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

φιλανθρωπία θηλυκό

  1. η υποστήριξη των ατόμων ή των ευάλωτων ομάδων του πληθυσμού που χρειάζονται βοήθεια
  2. H αγνή και καθαρή αγάπη για το ανθρώπινο είδος

Συγγενικές λέξεις[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]