αρωγή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αρωγή | οι | αρωγές |
γενική | της | αρωγής | των | αρωγών |
αιτιατική | την | αρωγή | τις | αρωγές |
κλητική | αρωγή | αρωγές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αρωγή < αρχαία ελληνική ἀρωγή < ἀρήγω (βοηθώ)
Προφορά[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αρωγή θηλυκό
- η βοήθεια, η συμπαράσταση
- θα χρειαστούμε την αρωγή όλων σας
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αρωγή