aide
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
aide (en)
- ο βοηθός (συνεργάτης ενός αξιωματούχου)
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
aide (fr) θηλυκό
aide (fr) αρσενικό
- o βοηθός