społeczeństwo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | społeczeństwo | społeczeństwa |
γενική | społeczeństwa | społeczeństw |
δοτική | społeczeństwu | społeczeństwom |
αιτιατική | społeczeństwo | społeczeństwa |
οργανική | społeczeństwem | społeczeństwami |
τοπική | społeczeństwu | społeczeństwach |
κλητική | społeczeństwo | społeczeństwa |
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
społeczeństwo (pl) ουδέτερο
- η κοινωνία