społeczny
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /spɔˈwɛ.t͡ʃ̑nɨ/
Επίθετο[επεξεργασία]
społeczny (pl)
- της κοινωνίας, κοινωνικός, που αφορά ή αναφέρεται στην κοινωνία, στο κοινωνικό σύνολο
Κλίση[επεξεργασία]
Κλίση του επιθέτου społeczny στα πολωνικά