συνεισφορά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συνεισφορά οι συνεισφορές
      γενική της συνεισφοράς των συνεισφορών
    αιτιατική τη συνεισφορά τις συνεισφορές
     κλητική συνεισφορά συνεισφορές
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

συνεισφορά < ελληνιστική κοινή συνεισφορά < αρχαία ελληνική συνεισφέρω < σύν + εἰσφέρω < φέρω ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική contribution)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

συνεισφορά θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]