contribution
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
contribution | contributions |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]contribution (en)
- η συνεισφορά, η εισφορά, δώρο ή πληρωμή που γίνεται σε ένα άτομο ή έναν οργανισμό για να βοηθήσει στην πληρωμή για κάτι
- ⮡ The organization relies on the voluntary contributions of its members.
- Ο οργανισμός στηρίζεται στις εθελοντικές συνεισφορές των μελών του.
- ⮡ The organization relies on the voluntary contributions of its members.
- η εισφορά, χρηματικό ποσό που καταβάλλω τακτικά στον εργοδότη μου ή στην κυβέρνηση για να πληρώσω για παροχές όπως ασφάλιση υγείας, σύνταξη κτλ.
- ⮡ You can increase your monthly contributions to the retirement plan.
- Μπορείτε να αυξήσετε τις μηνιαίες εισφορές σας στο συνταξιοδοτικό πρόγραμμα.
- ⮡ You can increase your monthly contributions to the retirement plan.
Πηγές
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- contribution < λατινική contributio
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /kɔ̃.tʁi.by.sjɔ̃/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
contribution | contributions |
contribution (fr) θηλυκό