Μετάβαση στο περιεχόμενο

contribution

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
contribution contributions

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

contribution (en)

  1. η συνεισφορά, η εισφορά, δώρο ή πληρωμή που γίνεται σε ένα άτομο ή έναν οργανισμό για να βοηθήσει στην πληρωμή για κάτι
      The organization relies on the voluntary contributions of its members.
    Ο οργανισμός στηρίζεται στις εθελοντικές συνεισφορές των μελών του.
  2. η εισφορά, χρηματικό ποσό που καταβάλλω τακτικά στον εργοδότη μου ή στην κυβέρνηση για να πληρώσω για παροχές όπως ασφάλιση υγείας, σύνταξη κτλ.
      You can increase your monthly contributions to the retirement plan.
    Μπορείτε να αυξήσετε τις μηνιαίες εισφορές σας στο συνταξιοδοτικό πρόγραμμα.



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
contribution < λατινική contributio

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /kɔ̃.tʁi.by.sjɔ̃/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
contribution contributions

contribution (fr) θηλυκό

  1. η συνεισφορά
  2. το ποσό ενός φόρου
  3. η προσφορά
  4. η συμβολή
  5. η συντέλεση
  6. η συμμετοχή

Συγγενικά

[επεξεργασία]