Gesellschaft

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική die Gesellschaft die Gesellschaften
γενική der Gesellschaft der Gesellschaften
δοτική der Gesellschaft den Gesellschaften
αιτιατική die Gesellschaft die Gesellschaften

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

Gesellschaft (de) θηλυκό

  1. η κοινωνία
  2. εταιρεία

Σύνθετα

[επεξεργασία]
  • Gesellschaft - Duden online.
  • Gesellschaft - Digitales Wörterbuch der deutschen Sprache [Ψηφιακό λεξικό της γερμανικής γλώσσας]. Berlin-Brandenburgische Akademie der Wissenschaften (BBAW) (Ακαδημία Επιστημών [και Ανθρωπιστικών Επιστημών] του Βερολίνου-Βρανδεμβούργου).