Gesellschaft
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | die Gesellschaft | die Gesellschaften |
γενική | der Gesellschaft | der Gesellschaften |
δοτική | der Gesellschaft | den Gesellschaften |
αιτιατική | die Gesellschaft | die Gesellschaften |
Gesellschaft (de) θηλυκό