παγκόσμιος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παγκόσμιος < αρχαία ελληνική παγκόσμιος < πᾶς + κόσμος. Συγχρονικά αναλύεται σε (παν-) παγ- + κόσμ(ος) + -ιος[1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /paŋˈgɔ.zmi.ɔs/
Επίθετο[επεξεργασία]
παγκόσμιος, -α, -ο
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- παγκόσμια
- παγκοσμίως
- παγκοσμιότητα
- παγκοσμιοποίηση
- → και δείτε τις λέξεις πας και κόσμος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παγκόσμιος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παγκόσμιος αρσενικό
- ο παγκόσμιος πόλεμος
- η Τουρκία κράτησε ουδετερότητα στο δεύτερο Παγκόσμιο (εννοείται η λέξη Πόλεμος)
[επεξεργασία]
- ↑ «παγκόσμιος» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Αρχαία ελληνικά (grc) [επεξεργασία]
Πτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
Ονομαστική | ὁ, ἡ παγκόσμιος | τὸ παγκόσμιον | οἱ, αἱ παγκόσμιοι | τὰ παγκόσμια |
Γενική | τοῦ, τῆς παγκοσμίου | τοῦ παγκοσμίου | τῶν παγκοσμίων | τῶν παγκοσμίων |
Δοτική | τῷ, τῇ παγκοσμίῳ | τῷ παγκοσμίῳ | τοῖς, ταῖς παγκοσμίοις | τοῖς παγκοσμίοις |
Αιτιατική | τὸν, τὴν παγκόσμιον | τὸ παγκόσμιον | τοὺς, τὰς παγκοσμίους | τὰ παγκόσμια |
Κλητική | παγκόσμιε | παγκόσμιον | παγκόσμιοι | παγκόσμια |
Πτώσεις | Δυικός | |||
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | παγκοσμίω | |||
Γενική-Δοτική | παγκοσμίοιν |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παγκόσμιος < παγ- (παν-) (< πᾶς) + κόσμ(ος) + -ιος
Επίθετο[επεξεργασία]
παγκόσμιος
[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- «παγκόσμιος» - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το «ωραίος»
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα παγ- (νέα ελληνικά)
- Ελληνική γλώσσα
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα παν- (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ιος (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Επίθετα (αρχαία ελληνικά)