παγκόσμια

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παγκόσμια < παγκόσμιος

Επίρρημα[επεξεργασία]

παγκόσμια

  • σε παγκόσμιο επίπεδο, σε όλον τον κόσμο

Ταυτόσημο[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]