οικουμενικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- οικουμενικός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή οἰκουμενικός < οἰκουμένη (εννοείται γῆ) < οἰκῶ
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /i.ku.me.niˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : οι‐κου‐με‐νι‐κός
Επίθετο[επεξεργασία]
οικουμενικός
- αυτός που σχετίζεται με την οικουμένη κι όχι με μεμονωμένες χώρες ή ομάδες ανθρώπων
- οικουμενική συνείδηση, οικουμενικοί κίνδυνοι
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- Οικουμενική Σύνοδος
- οικουμενική κίνηση: η κίνηση που αποσκοπεί στην εξομάλυνση των διαφορών ανάμεσα στις χριστιανικές Εκκλησίες, ώστε να είναι εφικτή η ένωσή τους
- οικουμενική κυβέρνηση
[επεξεργασία]
- οικουμενικότητα
- και → δείτε τις λέξεις οίκος και οἶκος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
οικουμενικός
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)