οικουμενικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- οικουμενικός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή οἰκουμενικός < οἰκουμέν(η) (εννοείται γῆ) + -ικός < οἰκῶ
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /i.ku.me.niˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : οι‐κου‐με‐νι‐κός
Επίθετο
[επεξεργασία]οικουμενικός, -ή, -ό
- που σχετίζεται με την οικουμένη κι όχι με μεμονωμένες χώρες ή ομάδες ανθρώπων
- ⮡ οικουμενική συνείδηση, οικουμενικοί κίνδυνοι
- ※ Το ελληνικό κοσμοσύστημα διακρίνεται σε δύο περιόδους , την κρατοκεντρική και την οικουμενική. Και στις δύο βασικό θεμέλιο και πυρήνα αποτελεί η πόλη ως ανεξάρτητο κράτος στην πρώτη περίοδο και ως αυτόνομη πολιτεία ή κοινότητα στη δεύτερη περίοδο
- Σωτηρία Τριαντάρη-Μαρά, Η συμβολή του ελληνικού πνεύματος στην εξάπλωση της ευρωπαϊκής ιδέας, εκδ. Σταμούλη, 2005, σελ. 111
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Εκφράσεις
[επεξεργασία]- Οικουμενικός Πατριάρχης
- Οικουμενική Σύνοδος
- οικουμενική κίνηση
- οικουμενική κυβέρνηση
- οικουμενική συνείδηση
Συγγενικά
[επεξεργασία]→ και δείτε τις λέξεις οίκος και οἶκος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] οικουμενικός
Πηγές
[επεξεργασία]- οικουμενικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- οικουμενικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ικός (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)