οικουμένη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
οικουμένη θηλυκό
- το σύνολο των λαών, των φυλών και των χωρών που κατοικούν τη γη
οικουμένη θηλυκό