οικουμενικότητα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η οικουμενικότητα οι οικουμενικότητες
      γενική της οικουμενικότητας των οικουμενικοτήτων
    αιτιατική την οικουμενικότητα τις οικουμενικότητες
     κλητική οικουμενικότητα οικουμενικότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

οικουμενικότητα < λόγια λέξη από την (ελληνιστική κοινή) οἰκουμενικός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

οικουμενικότητα θηλυκό (δόκιμο στον ενικό)

  1. η παγκοσμιοποίηση με πιο αθώα έννοια, δηλαδή ο παγκόσμιος χαρακτήρας ενός αγαθού, μιας θεωρίας, ενός φαινομένου, μιας αξίας
  2. η αποδοχή της κυβέρνησης από την, θεωρητικά, μεγάλη πλειοψηφία του λαού, όταν αυτή (η κυβέρνηση) σχηματίζεται από πολλά κόμματα και καλύπτει σχεδόν όλο το πολιτικό φάσμα (η λεγόμενη οικουμενική κυβέρνηση)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]