οικουμενικότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- οικουμενικότητα < λόγια λέξη από την (ελληνιστική κοινή) οἰκουμενικός
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]οικουμενικότητα θηλυκό (δόκιμο στον ενικό)
- η παγκοσμιοποίηση με πιο αθώα έννοια, δηλαδή ο παγκόσμιος χαρακτήρας ενός αγαθού, μιας θεωρίας, ενός φαινομένου, μιας αξίας
- η αποδοχή της κυβέρνησης από την, θεωρητικά, μεγάλη πλειοψηφία του λαού, όταν αυτή (η κυβέρνηση) σχηματίζεται από πολλά κόμματα και καλύπτει σχεδόν όλο το πολιτικό φάσμα (η λεγόμενη οικουμενική κυβέρνηση)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] οικουμενικότητα
|