worldwide

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

worldwide < world + -wide

Επίθετο[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός worldwide
συγκριτικός more worldwide
υπερθετικός most worldwide

worldwide (en)

Επίρρημα[επεξεργασία]

worldwide (en) (χωρίς παραθετικά)

  • παγκόσμια, παγκοσμίως, σε όλον τον κόσμο
    The trend, worldwide, is increasing and all together the so-called “greenhouse gases” have overheated the earth.
    Η τάση, παγκοσμίως, είναι αυξητική και όλα μαζί τα ονομαζόμενα "αέρια του θερμοκηπίου" έχουν υπερθερμάνει τη γη.

Πηγές[επεξεργασία]