global
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]global (en)
- σφαιρικός, που έχει το σχήμα σφαίρας
- παγκόσμιος, που αφορά όλη τη γη
- ⮡ The dinosaurs were wiped out by a global catastrophe.
- Οι δεινόσαυροι εξαφανίστηκαν από μία παγκόσμια καταστροφή.
- ⮡ The dinosaurs were wiped out by a global catastrophe.
- (πληροφορική) καθολική, για μεταβλητή που είναι προσπελάσιμη από οποιοδήποτε σημείο ενός προγράμματος (πχ. variable of global scope)
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Πηγές
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | global | globaux |
θηλυκό | globale | globales |
Επίθετο
[επεξεργασία]global (fr)
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]global (de)