Μετάβαση στο περιεχόμενο

global

Από Βικιλεξικό

Επίθετο

[επεξεργασία]

global (en)

  1. σφαιρικός, που έχει το σχήμα σφαίρας
  2. παγκόσμιος, που αφορά όλη τη γη
      The dinosaurs were wiped out by a global catastrophe.
    Οι δεινόσαυροι εξαφανίστηκαν από μία παγκόσμια καταστροφή.
  3. (πληροφορική) καθολική, για μεταβλητή που είναι προσπελάσιμη από οποιοδήποτε σημείο ενός προγράμματος (πχ. variable of global scope)
     αντώνυμα: local

Συγγενικά

[επεξεργασία]



γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό global globaux
θηλυκό globale globales

Επίθετο

[επεξεργασία]

global (fr)

Συγγενικά

[επεξεργασία]



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Επίθετο

[επεξεργασία]

global (de)

  1. παγκοσμιοποιημένος