globe
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
globe (en)
- η σφαίρα (σφαιρικό αντικείμενο)
- ο πλανήτης γη, η υφήλιος
- η υδρόγειος σφαίρα, σφαιρικό αντικείμενο που αναπαριστά τη γη (ή άλλο ουράνιο σώμα)
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
globe (fr) αρσενικό
- σφαίρα (σφαιρικό αντικείμενο)
- le globe terrestre : η υφήλιος, η υδρόγειος σφαίρα
- le globe celeste : η ουράνια σφαίρα πάνω στην οποία είναι σχεδιασμένος χάρτης του ουρανού
- le globe oculaire : ο βολβός του οφθαλμού