παγκοσμιότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παγκοσμιότητα < παγκόσμιος + -ότητα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παγκοσμιότητα θηλυκό
- η ιδιότητα του παγκόσμιου
- η κατανόηση, εκτίμηση, ανεκτικότητα και προστασία ευημερίας όλων των ανθρώπων και όλης της φύσης
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παγκοσμιότητα
|