κοσμίως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
κοσμίως, συγκριτικός :κοσμιώτερον, υπερθετικός : κοσμιώτατα
- με τάξη, με μέτρο, με ευπρέπεια, με σεμνότητα
- ※ 5ος/4ος↑ αιώνας ⌘ Πλάτων, Μενέξενος (αμφισβητείται), 248d
- τῇ δὲ πόλει παρακελευοίμεθ᾽ ἂν ὅπως ἡμῖν καὶ πατέρων καὶ ὑέων ἐπιμελήσονται, τοὺς μὲν παιδεύοντες κοσμίως, τοὺς δὲ γηροτροφοῦντες ἀξίως·
- Την πολιτεία μας όμως έχουμε να παραινέσουμε να γνοιαστεί και για τους γονείς μας και για τα παιδιά μας, πώς να εκπαιδευτούν τούτα και να διαπλαστούν με ήθος κόσμιο και σεμνό, και πώς να γεροκομηθούν εκείνοι στα γεράματά τους με αξιοπρέπεια όπως αξίζει στους γονείς ηρώων·
- Μετάφραση (1951): Νικόλαος Κορκοφίγκας. @greek‑language.gr
- τῇ δὲ πόλει παρακελευοίμεθ᾽ ἂν ὅπως ἡμῖν καὶ πατέρων καὶ ὑέων ἐπιμελήσονται, τοὺς μὲν παιδεύοντες κοσμίως, τοὺς δὲ γηροτροφοῦντες ἀξίως·
- ※ 5ος/4ος↑ αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Πλοῦτος, στίχ. 978 (977-978)
- εἰ γάρ του δεηθείην ἐγώ, | ἅπαντ᾽ ἐποίει κοσμίως μοι καὶ καλῶς·
- Ό,τι πράμα τού ζήταγα μου το ᾽κανε | όμορφα και πιδέξια.
- Μετάφραση (1956): Κώστας Βάρναλης, Αθήνα: Ι. Ν. Ζαχαρόπουλος @greek‑language.gr
- εἰ γάρ του δεηθείην ἐγώ, | ἅπαντ᾽ ἐποίει κοσμίως μοι καὶ καλῶς·
- ※ 1ος/2ος↓ αιώνας ⌘ Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι Περικλῆς, 5.2
- ἑσπέρας δ᾽ ἀπῄει κοσμίως οἴκαδε παρακολουθοῦντος τοῦ ἀνθρώπου καὶ πάσῃ χρωμένου βλασφημίᾳ πρὸς αὐτόν.
- το βράδυ έφυγε ήσυχα για το σπίτι του, ενώ ο άνθρωπος εκείνος τον παρακολουθούσε και ξεστόμιζε κάθε είδους βρισιά εναντίον του.
- Μετάφραση (1965): Μιχάλης Οικονόμου @greek‑language.gr
- ἑσπέρας δ᾽ ἀπῄει κοσμίως οἴκαδε παρακολουθοῦντος τοῦ ἀνθρώπου καὶ πάσῃ χρωμένου βλασφημίᾳ πρὸς αὐτόν.
- ※ 1ος/2ος↓ αιώνας ⌘ Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι, Σόλων, 31.3
- ὅς γε καὶ φόνου προσκληθεὶς εἰς Ἄρειον πάγον ἤδη τυραννῶν, ἀπήντησε κοσμίως ἀπολογησόμενος, ὁ δὲ κατήγορος οὐχ ὑπήκουσε·
- όταν κάποτε κλήθηκε στον Άρειο Πάγο για υπόθεση φόνου, ενώ ήταν ήδη τύραννος, παρουσιάστηκε στο δικαστήριο για να απολογηθεί με ταπείνωση, ενώ ο κατήγορός του δεν παρέστη.
- Μετάφραση (2012): Γιαγκόπουλος, Α.Ι., Ζ.Ε. Μαλαθούνη. Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας. @greek‑language.gr
- ὅς γε καὶ φόνου προσκληθεὶς εἰς Ἄρειον πάγον ἤδη τυραννῶν, ἀπήντησε κοσμίως ἀπολογησόμενος, ὁ δὲ κατήγορος οὐχ ὑπήκουσε·
- ※ 5ος/4ος↑ αιώνας ⌘ Πλάτων, Μενέξενος (αμφισβητείται), 248d
Πηγές[επεξεργασία]
- κοσμίως - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Λέξεις με επίθημα -ως (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Επιρρήματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Πλάτωνα (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Αριστοφάνη (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Πλούταρχο (ελληνιστική κοινή)
- Λήμματα με παραθέματα (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)