κοσμογονία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κοσμογονία < κοσμο- + -γονία, μεσαιωνική ελληνική κοσμογονία < αρχαία ελληνική κοσμογονία <
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κοσμογονία θηλυκό