εγκόσμια

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα εγκόσμια
      γενική των εγκοσμίων
    αιτιατική τα εγκόσμια
     κλητική εγκόσμια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εγκόσμια < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου εγκόσμιος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

εγκόσμια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  1. όλα όσα υπάρχουν στον κόσμο που ζούμε, όσα αφορούν την εγκόσμια ζωή
    αποφάσισε να εγκαταλείψει τα εγκόσμια και να γίνει καλόγερος

Μεταφράσεις[επεξεργασία]