λαϊκίζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- λαϊκίζω < λαϊκισμός + -ίζω < λαϊκός < (ελληνιστική κοινή) λαϊκός < αρχαία ελληνική λαός < *lāwós < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *leh₂wos < *leh₂- (στρατιωτική ενέργεια)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /la.iˈci.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λα‐ϊ‐κί‐ζω
Ρήμα
[επεξεργασία]λαϊκίζω (χωρίς παθητική φωνή)
Συγγενικά
[επεξεργασία]Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | λαϊκίζω | λαΐκιζα | θα λαϊκίζω | να λαϊκίζω | λαϊκίζοντας | |
β' ενικ. | λαϊκίζεις | λαΐκιζες | θα λαϊκίζεις | να λαϊκίζεις | λαΐκιζε | |
γ' ενικ. | λαϊκίζει | λαΐκιζε | θα λαϊκίζει | να λαϊκίζει | ||
α' πληθ. | λαϊκίζουμε | λαϊκίζαμε | θα λαϊκίζουμε | να λαϊκίζουμε | ||
β' πληθ. | λαϊκίζετε | λαϊκίζατε | θα λαϊκίζετε | να λαϊκίζετε | λαϊκίζετε | |
γ' πληθ. | λαϊκίζουν(ε) | λαΐκιζαν λαϊκίζαν(ε) |
θα λαϊκίζουν(ε) | να λαϊκίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | λαΐκισα | θα λαϊκίσω | να λαϊκίσω | λαϊκίσει | ||
β' ενικ. | λαΐκισες | θα λαϊκίσεις | να λαϊκίσεις | λαΐκισε | ||
γ' ενικ. | λαΐκισε | θα λαϊκίσει | να λαϊκίσει | |||
α' πληθ. | λαϊκίσαμε | θα λαϊκίσουμε | να λαϊκίσουμε | |||
β' πληθ. | λαϊκίσατε | θα λαϊκίσετε | να λαϊκίσετε | λαϊκίστε | ||
γ' πληθ. | λαΐκισαν λαϊκίσαν(ε) |
θα λαϊκίσουν(ε) | να λαϊκίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω λαϊκίσει | είχα λαϊκίσει | θα έχω λαϊκίσει | να έχω λαϊκίσει | ||
β' ενικ. | έχεις λαϊκίσει | είχες λαϊκίσει | θα έχεις λαϊκίσει | να έχεις λαϊκίσει | ||
γ' ενικ. | έχει λαϊκίσει | είχε λαϊκίσει | θα έχει λαϊκίσει | να έχει λαϊκίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε λαϊκίσει | είχαμε λαϊκίσει | θα έχουμε λαϊκίσει | να έχουμε λαϊκίσει | ||
β' πληθ. | έχετε λαϊκίσει | είχατε λαϊκίσει | θα έχετε λαϊκίσει | να έχετε λαϊκίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν λαϊκίσει | είχαν λαϊκίσει | θα έχουν λαϊκίσει | να έχουν λαϊκίσει |
|
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] λαϊκίζω
|