protocol
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
protocol | protocols |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- protocol < (λόγιο δάνειο) μέση γαλλική protocole / protocolle < μεσαιωνική λατινική protocollum < υστερολατινική < μεσαιωνική ελληνική πρωτόκολλον
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
protocol (en)
- πρωτόκολλο
- (πληροφορική) πρωτόκολλο (για την επικοινωνία μεταξύ υπολογιστών σε ένα δίκτυο)
- (διαδίκτυο) σχήμα, το τμήμα μίας διεύθυνσης URL που υποδεικνύει το πρωτόκολλο (protocol) επικοινωνίας (πχ. http, ftp για τα πρωτόκολλα HTTP, FTP) ή τον τρόπο πρόσβασης (πχ. file)
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
- (δίκτυο υπολογιστών) Real-time Transport Protocol (RTP)
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
protocol στην αγγλική Βικιπαίδεια
Πηγές[επεξεργασία]
- protocol - Douglas Harper, Online Etymology Dictionary (Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)
- protocol - Oxford Learner's Dictionaries
Κατηγορίες:
- Λόγια δάνεια από τη μέση γαλλική (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τη μέση γαλλική (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά λατινικά (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα υστερολατινικά (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (αγγλικά)
- Αγγλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
- Πληροφορική (αγγλικά)
- Διαδίκτυο (αγγλικά)