protocol
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
protocol | protocols |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
protocol (en)
- πρωτόκολλο
- (πληροφορική) πρωτόκολλο (για την επικοινωνία μεταξύ υπολογιστών σε ένα δίκτυο)
- (διαδίκτυο) σχήμα, το τμήμα μίας διεύθυνσης URL που υποδεικνύει το πρωτόκολλο (protocol) επικοινωνίας (πχ. http, ftp για τα πρωτόκολλα HTTP, FTP) ή τον τρόπο πρόσβασης (πχ. file)
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
- (δίκτυο υπολογιστών) Real-time Transport Protocol (RTP)
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
protocol στην αγγλική Βικιπαίδεια