μονόπλευρος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μονόπλευρος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή μονόπλευρος (παράταξη με μέτωπο κινούμενο μόνο προς μια κατεύθυνση), σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική unilatéral ή από την αγγλική one-sided [1], μορφολογικά, μονό- + -πλευρος
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /moˈno.ple.vɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μο‐νό‐πλευ‐ρος
Επίθετο
[επεξεργασία]μονόπλευρος, -η, -ο
- που θεωρεί μόνο τη μία πλευρά των πραγμάτων, αφήνοντας απαρατήρητες όλες τις άλλες προοπτικές τους
είναι μονόπλευρη στις απόψεις της και δε μεταπείθεται- ≈ συνώνυμα: μονοδιάστατος, μονοκόμματος, μονομερής
- ≠ αντώνυμα: πολύπλευρος
- που ασχολείται με πολύ λίγες δραστηριότητες ή έχει πνευματική στενότητα
οι φανατισμένοι άνθρωποι είναι και μονόπλευροι
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μονόπλευρος
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ μονόπλευρος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα μονό- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -πλευρος (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)