πλευρό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πλευρό | τα | πλευρά |
γενική | του | πλευρού | των | πλευρών |
αιτιατική | το | πλευρό | τα | πλευρά |
κλητική | πλευρό | πλευρά | ||
όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πλευρό < αρχαία ελληνική πλευρόν
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πλευρό ουδέτερο
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- μ' αυτό το πλευρό να κοιμάσαι: δεν θα γίνει αυτό που προσδοκείς/ελπίζεις/θέλεις