πλευρίτιδα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πλευρίτιδα οι πλευρίτιδες
      γενική της πλευρίτιδας των πλευρίτιδων
    αιτιατική την πλευρίτιδα τις πλευρίτιδες
     κλητική πλευρίτιδα πλευρίτιδες
Κατηγορία όπως «αρθρίτιδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πλευρίτιδα < πλευρό + -ίτιδα • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πλευρίτιδα θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]