ευαίσθητος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ευαίσθητος < αρχαία ελληνική εὐαίσθητος ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική sensible)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /eˈve.sθi.tos/
Επίθετο[επεξεργασία]
ευαίσθητος
[επεξεργασία]
- απευαισθητοποίηση
- απευαισθητοποιώ
- ευαισθησία
- ευαισθητοποίηση
- ευαισθητοποιώ
- ραδιοευαισθησία
- υπεραισθησία
- υπερευαισθησία
- υπερευαίσθητος
- φωτοευαισθησία
- φωτοευαίσθητος
- → δείτε τις λέξεις ευ και αισθάνομαι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)