Μετάβαση στο περιεχόμενο

sensible

Από Βικιλεξικό

Επίθετο

[επεξεργασία]

sensible (en)

  1. αισθητός
  2. λογικός, συνετός



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
sensible sensibles

sensible (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. ευαίσθητος
  2. αισθητός
  3. αισθαντικός
  4. ευπαθής

Συγγενικά

[επεξεργασία]