sensibilité
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
sensibilité | sensibilités |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]sensibilité (fr) θηλυκό
- η ευαισθησία, η αισθαντικότητα
ενικός | πληθυντικός |
sensibilité | sensibilités |
sensibilité (fr) θηλυκό