sensibilité

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
sensibilité sensibilités

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

sensibilité (fr) θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]