απευαισθητοποίηση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η απευαισθητοποίηση οι απευαισθητοποιήσεις
      γενική της απευαισθητοποίησης* των απευαισθητοποιήσεων
    αιτιατική την απευαισθητοποίηση τις απευαισθητοποιήσεις
     κλητική απευαισθητοποίηση απευαισθητοποιήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, απευαισθητοποιήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

απευαισθητοποίηση < απευαισθητοποιώ + -ση ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική desensitization)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

απευαισθητοποίηση θηλυκό

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]