υπερευαίσθητος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- υπερευαίσθητος < υπερ- + ευαίσθητος ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική hypersensible)
Επίθετο
[επεξεργασία]υπερευαίσθητος
- που είναι υπερβολικά ευαίσθητος
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] υπερευαίσθητος