αρκούδα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αρκούδα | οι | αρκούδες |
γενική | της | αρκούδας | των | αρκούδων |
αιτιατική | την | αρκούδα | τις | αρκούδες |
κλητική | αρκούδα | αρκούδες | ||
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αρκούδα < μεσαιωνική ελληνική ἀρκούδα
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αρκούδα πάντα
αρκούδα θηλυκό
- (ζωολογία) μεγάλο σαρκοβόρο ή/και παμφάγο θηλαστικό με δασύ τρίχωμα, μεγάλο κεφάλι, μικρά αυτιά και γαμψά νύχια. Μπορεί να στέκεται αλλά και να κινείται ακόμη και όρθιο
- (συνεκδοχικά) το τομάρι της αρκούδας
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- το γέλιο της αρκούδας : πάρα πολύ γέλιο
- το ξύλο της αρκούδας : πάρα πολύ ξύλο, ξυλοδαρμός
[επεξεργασία]
- και
Σύνθετα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
αρκούδα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αρκούδα
|