Bär
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de) [επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | der Bär | die Bären |
γενική | des Bären | der Bären |
δοτική | dem Bären | den Bären |
αιτιατική | den Bären | die Bären |
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Bär (de) (πληθυντικός Bären) αρσενικό, Bärin θηλυκό