σαρκοβόρος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σαρκοβόρος η σαρκοβόρα το σαρκοβόρο
      γενική του σαρκοβόρου της σαρκοβόρας του σαρκοβόρου
    αιτιατική τον σαρκοβόρο τη σαρκοβόρα το σαρκοβόρο
     κλητική σαρκοβόρε σαρκοβόρα σαρκοβόρο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σαρκοβόροι οι σαρκοβόρες τα σαρκοβόρα
      γενική των σαρκοβόρων των σαρκοβόρων των σαρκοβόρων
    αιτιατική τους σαρκοβόρους τις σαρκοβόρες τα σαρκοβόρα
     κλητική σαρκοβόροι σαρκοβόρες σαρκοβόρα
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σαρκοβόρος < αρχαία ελληνική σαρκοβόρος

Επίθετο[επεξεργασία]

σαρκοβόρος

  • που τρέφεται με το κρέας άλλων ζώων

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Πτώση Ενικός Πληθυντικός
Ονομαστική ὁ, ἡ σαρκοβόρος τὸ σαρκοβόρον οἱ, αἱ σαρκοβόροι τὰ σαρκοβόρα
Γενική τοῦ, τῆς σαρκοβόρου τοῦ σαρκοβόρου τῶν σαρκοβόρων τῶν σαρκοβόρων
Δοτική τῷ, τῇ σαρκοβόρῳ τῷ σαρκοβόρῳ τοῖς, ταῖς σαρκοβόροις τοῖς σαρκοβόροις
Αιτιατική τὸν, τὴν σαρκοβόρον τὸ σαρκοβόρον τοὺς, τὰς σαρκοβόρους τὰ σαρκοβόρα
Κλητική σαρκοβόρε σαρκοβόρον σαρκοβόροι σαρκοβόρα
Πτώσεις Δυικός
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική σαρκοβόρω
Γενική-Δοτική σαρκοβόροιν

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σαρκοβόρος < σάρξ και βορά < βιβρώσκω

Επίθετο[επεξεργασία]

σαρκοβόρος, -ος, -ον

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Αντώνυμα[επεξεργασία]