Μετάβαση στο περιεχόμενο

σαρκοφάγος

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σαρκοφάγος η σαρκοφάγος
& σαρκοφάγα
το σαρκοφάγο
      γενική του σαρκοφάγου της σαρκοφάγου
& σαρκοφάγας
του σαρκοφάγου
    αιτιατική τον σαρκοφάγο τη σαρκοφάγο
& σαρκοφάγα
το σαρκοφάγο
     κλητική σαρκοφάγε σαρκοφάγε
& σαρκοφάγα
σαρκοφάγο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σαρκοφάγοι οι σαρκοφάγοι
& σαρκοφάγες
τα σαρκοφάγα
      γενική των σαρκοφάγων των σαρκοφάγων των σαρκοφάγων
    αιτιατική τους σαρκοφάγους τις σαρκοφάγους
& σαρκοφάγες
τα σαρκοφάγα
     κλητική σαρκοφάγοι σαρκοφάγοι
& σαρκοφάγες
σαρκοφάγα
ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «ζημιογόνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία 1

[επεξεργασία]
σαρκοφάγος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σαρκοφάγος < σάρξ + τρώγω (αόριστος ἔφαγον)-φάγος

Επίθετο

[επεξεργασία]

σαρκοφάγος -α / -ος, -ο

  1. που τρέφεται (αποκλειστικά) με σάρκες, με κρέας
  2. (ζωολογία) ζώο που ανήκει στην τάξη των Σαρκοφάγων
    οι τίγρεις είναι σαρκοφάγα ζώα

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σαρκοφάγος οι σαρκοφάγοι
      γενική της σαρκοφάγου των σαρκοφάγων
    αιτιατική τη σαρκοφάγο τις σαρκοφάγους
     κλητική σαρκοφάγε σαρκοφάγοι
Κατηγορία όπως «νόσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ρωμαϊκή σαρκοφάγος στους Δελφούς

Ετυμολογία 2

[επεξεργασία]

σαρκοφάγος< ελληνιστική κοινή σαρκοφάγος (παρόμοια σημασία) < αρχαία ελληνική σαρκοφάγος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

σαρκοφάγος θηλυκό

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]