σαρκοφάγος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία 1[επεξεργασία]
- σαρκοφάγος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σαρκοφάγος < σαρξ + τρώγω (αόριστος ἔφαγον)-φάγος
Επίθετο[επεξεργασία]
σαρκοφάγος -α / -ος, -ο
- που τρέφεται (αποκλειστικά) με σάρκες, με κρέας
- (ζωολογία) ζώο που ανήκει στην τάξη των Σαρκοφάγων
- οι τίγρεις είναι σαρκοφάγα ζώα
[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σαρκοφάγος

Ετυμολογία 2[επεξεργασία]
σαρκοφάγος< ελληνιστική κοινή σαρκοφάγος (παρόμοια σημασία) < αρχαία ελληνική σαρκοφάγος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σαρκοφάγος θηλυκό
- (αρχαιολογία) αρχαίο φέρετρο μέσα στο οποίο τοποθετούσαν τους νεκρούς
- οι ανασκαφές έφεραν στο φως μια σαρκοφάγο
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως η ομάδα '-ος -ος -ο & -α' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'ζημιογόνος' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -φάγος (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ζωολογία (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νόσος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αρχαιολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)