αρκοσόλιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αρκοσόλιο | τα | αρκοσόλια |
γενική | του | αρκοσόλιου & αρκοσολίου |
των | αρκοσόλιων & αρκοσολίων |
αιτιατική | το | αρκοσόλιο | τα | αρκοσόλια |
κλητική | αρκοσόλιο | αρκοσόλια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αρκοσόλιο < αγγλική arcosolium < λατινική arcus + solium
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αρκοσόλιο ουδέτερο
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
- ἀρκοσόλιο
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- Arcosolium στην αγγλική Βικιπαίδεια
- σαρκοφάγος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αρκοσόλιο
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βούτυρο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αρχιτεκτονική (νέα ελληνικά)
- Θρησκεία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)