σαρκοφάγα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Σαρκοφάγα

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /saɾ.koˈfa.ɣa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σαρ‐κο‐φά‐γα

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

σαρκοφάγα

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του σαρκοφάγος
    λόγια μορφή: σαρκοφάγος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του σαρκοφάγος