Μετάβαση στο περιεχόμενο

χορτοφάγος

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χορτοφάγος η χορτοφάγος
& χορτοφάγα
το χορτοφάγο
      γενική του χορτοφάγου της χορτοφάγου
& χορτοφάγας
του χορτοφάγου
    αιτιατική τον χορτοφάγο τη χορτοφάγο
& χορτοφάγα
το χορτοφάγο
     κλητική χορτοφάγε χορτοφάγε
& χορτοφάγα
χορτοφάγο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χορτοφάγοι οι χορτοφάγοι
& χορτοφάγες
τα χορτοφάγα
      γενική των χορτοφάγων των χορτοφάγων των χορτοφάγων
    αιτιατική τους χορτοφάγους τις χορτοφάγους
& χορτοφάγες
τα χορτοφάγα
     κλητική χορτοφάγοι χορτοφάγοι
& χορτοφάγες
χορτοφάγα
ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «ζημιογόνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
χορτοφάγος < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική χορτοφάγος (ζώο που τρώει χορτάρι), μορφολογικά αναλύεται χορτο- + -φάγος[1][2]
στη σημασία του βετζετέριαν: σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική vegetarian[3][4] ή σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική végétarien[4]

Επίθετο

[επεξεργασία]

χορτοφάγος, -α/-ος, -ο

  1. (για ζώα) φυτοφάγος
     αντώνυμα: σαρκοφάγος
  2. (για άνθρωπο) που τρέφεται με φυτικές τροφές, που δεν τρώει οτιδήποτε ζωικό εκτός από μύκητες (μανιτάρια) ή σπανίως μέλι

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

χορτοφάγος αρσενικό ή θηλυκό

  • (για άνθρωπο) που από επιλογή δεν τρώει δεν τρώει οτιδήποτε ζωικό εκτός από μύκητες (μανιτάρια) ή σπανίως μέλι, (ο αυστηρά χορτοφάγος δεν τρώει ζωικά προϊόντα)
     συνώνυμα: βετζετέριαν

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
  3. χορτοφάγος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  4. 1 2 χορτοφάγος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)

ζητούμενο λήμμα