vegetarian
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /vɛ.d͡ʒɪˈtɛə.ɹi.ən/ & /vɛ.d͡ʒɪˈtɛə.ɹɪ.ən/ (ΗΒ)
- ΔΦΑ : /vɛ.d͡ʒɪˈtɛ.ɹi.ən/ (ΗΠΑ)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
vegetarian | vegetarians |
vegetarian (en)
- ο/η χορτοφάγος
Επίθετο[επεξεργασία]
vegetarian (en)