χορτοφαγικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χορτοφαγικός η χορτοφαγική το χορτοφαγικό
      γενική του χορτοφαγικού της χορτοφαγικής του χορτοφαγικού
    αιτιατική τον χορτοφαγικό τη χορτοφαγική το χορτοφαγικό
     κλητική χορτοφαγικέ χορτοφαγική χορτοφαγικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χορτοφαγικοί οι χορτοφαγικές τα χορτοφαγικά
      γενική των χορτοφαγικών των χορτοφαγικών των χορτοφαγικών
    αιτιατική τους χορτοφαγικούς τις χορτοφαγικές τα χορτοφαγικά
     κλητική χορτοφαγικοί χορτοφαγικές χορτοφαγικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
χορτοφαγικός (μαρτυρείται από το 1891)[1] < χορτοφαγ(ία) + -ικός

Επίθετο

[επεξεργασία]

χορτοφαγικός, -ή, -ό

  • που σχετίζεται με τη χορτοφαγία ή αναφέρεται σε αυτήν
    ※  Το φαγητό ήταν υπέροχο, όπως και χτες. Ωμή σαλάτα, ο ζωμός από τα σιγοβρασμένα όσπρια κι από κάτω ο πολτός των οσπρίων, με καυτερή πιπερίτσα, ρίγανη κ.α. μυρωδικά. Με τόσο νόστιμα χορτοφαγικά γεύματα, και κρεοφάγος αν ήσουν, θα εγκατέλειπες για πάντα την κρεοφαγία. (Ευάγγελος Γράψας, Ο Αχρημάς - Μέρος 1, Ο Καλαμάνθρωπος και τα Μαγικά Χαλιά του, εκδ. Ακακία, 2011 [1])

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. σελ. 1117, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου