ρίγανη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ρίγανη οι ρίγανες
      γενική της ρίγανης
    αιτιατική τη ρίγανη τις ρίγανες
     κλητική ρίγανη ρίγανες
Κατηγορία όπως «ρίγανη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
1. το φυτό ρίγανη
2. ένας σωρός από ρίγανη

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ρίγανη < αρχαία ελληνική ὀρίγανος

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈɾi.ɣa.ni/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ρί‐γα‐νη

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ρίγανη θηλυκό

  1. (φυτό) είδος αρωματικού φυτού
    ⮡  Το αμάξι ανέβαινε σε μια πλαγιά κατάφυτη με αμπέλια τρυγημένα πια και με κοκκινισμένα φύλλα, και ο δρόμος ισκιωνόταν από το κάστρο που άφησαν πίσω προς την αντολή· στην άκρη των αυλακιών του δρόμου φύτρωναν ωχρόλευκα αγριολούλουδα, λευκογάλανα σκυλάκια, και από τους όχτους μύριζε ακόμα η ξερή ρίγανη. (Κωνσταντίνος Χατζόπουλος, Φθινόπωρο)
  2. (γαστρονομία) τα τριμμένα φύλλα και άνθη του παραπάνω φυτού που χρησιμοποιούνται ως μυρωδικό στη μαγειρική
    ⮡  Συνεχίζουμε, τοποθετώντας επάνω από τον γαλέο τις ροδέλες της ντομάτας, τα κρεμμύδια, τις πιπεριές και το τυρί. Ραντίζουμε με το ελαιόλαδο και ψήνουμε έως ότου πάρει χρώμα το φαγητό. Μόλις το βγάλουμε από τον φούρνο, πασπαλίζουμε με ρίγανη και φρεσκοτριμμένο πιπέρι. (*)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
  • βάλ' του ρίγανη
  • κολοκύθια με τη ρίγανη: φράση που λέγεται για να χαρακτηρίσει ως ανόητα και αστήριχτα κάποια λόγια ή απόψεις που εκφράζει κάποιος. Λέγεται για να αμφισβητήσουμε ή να αποδοκιμάσουμε τους ισχυρισμούς κάποιου
    Τι κάθεσαι και λες! είπε νευρικά ο Βασιλιάς. Δεν έχομε, λέει στρατό! Κολοκύθια με τη ρίγανη! Χιλιάδες στρατιώτες ρίχνω στο βασίλειο του θείου μου, οπόταν θελήσω. Κι εκατό καράβια, όλο σίδερο σκεπασμένα, κατεβάζει το ποτάμι με την πρώτη μου προσταγή! Δεν έχομε, λέει, στρατό! Θα τον κρεμάσω να τον φαν τα όρνια, τον πρώτο που θα τολμήσει να ξαναπεί τέτοιο λόγο! (Πηνελόπη Δέλτα, Παραμύθι χωρίς όνομα, Κεφάλαιο Ϛ´)

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]