ὀρίγανος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
ὀρῑγᾰνο- | |||||
ονομαστική | ὁ/ἡ | ὀρίγανος | οἱ/αἱ | ὀρίγανοι | |
γενική | τοῦ/τῆς | ὀριγάνου | τῶν | ὀριγάνων | |
δοτική | τῷ/τῇ | ὀριγάνῳ | τοῖς/ταῖς | ὀριγάνοις | |
αιτιατική | τὸν/τὴν | ὀρίγανον | τοὺς/τὰς | ὀριγάνους | |
κλητική ὦ! | ὀρίγανε | ὀρίγανοι | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὀριγάνω | |||
γεν-δοτ | τοῖν | ὀριγάνοιν | |||
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «κάμηλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ὀρίγανος < άγνωστης ετυμολογίας
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ὀρίγανος (ὀρῑγᾰνος) αρσενικό ή θηλυκό
- (φυτό) ρίγανη
- (συνεκδοχικά, μεταφορικά άνθρωπος στρυφνός και δύστροπος
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Εκφράσεις
[επεξεργασία]- ὀρίγανον βλέπει: έχει ξινισμένα μούτρα
Πηγές
[επεξεργασία]- ὀρίγανος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'θρίαμβος' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'θρίαμβος' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης κοινού γένους (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά κοινού γένους (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά κοινού γένους προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'θρίαμβος' κοινού γένους (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις προπαροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με άγνωστη ετυμολογία (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Φυτά (αρχαία ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)