μούτρο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μούτρο | τα | μούτρα |
γενική | του | μούτρου | των | μούτρων |
αιτιατική | το | μούτρο | τα | μούτρα |
κλητική | μούτρο | μούτρα | ||
όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈmu.tɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μού‐τρο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μούτρο ουδέτερο
- το πρόσωπο
- (μεταφορικά‑μειωτικό) κακόφημος
- (μεταφορικά‑σκωπτικό) πονηρός
- (στον πληθυντικό) → δείτε τη λέξη μούτρα
Συνώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
- βλακόμουτρο
- γουρουνόμουτρο
- κατάμουτρα
- μπεκρόμουτρο
- παλιόμουτρο
- σκυλόμουτρο
- φασιστόμουτρο
- χαρτόμουτρο
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- ο ενικός και ο πληθυντικός χρησιμοποιούνται σχεδόν με την ίδια έννοια (πρόσωπο)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μούτρο
[επεξεργασία]
- ↑ «μούτρο» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. Αν και εδώ αναφέρεται ότι το ιταλικό mutria ετυμολογείται από το μμεσαιωνική ελληνική μοῦτρο.