βιβρώσκω
Εμφάνιση
έτσι ώστε να υπάρχει ομοιομορφία με τις υπόλοιπες σελίδες. Παρακαλούμε βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι η μορφή της σελίδας ταιριάζει με τα στάνταρντ του Βικιλεξικού. |
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- βιβρώσκω < (ενεστωτικός αναδιπλασιασμός) του θέματος -βρο- < κατά μετάθεση της ρίζας -βορ (όπως και βορά, βρῶσις) σαν το λατινικό voro και vorare (καταβροχθίζω) πιθανόν από κοινή πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *gʷerh₃-
Ρήμα
[επεξεργασία]βιβρώσκω
- τρώω, καταβροχθίζω, αναλίσκω, ροκανίζω. Ελλειπτικό ρήμα που αναπληρώνεται σε διάφορους τύπους από το ρήμα ἐσθίω.
Ρήμα
[επεξεργασία]| Ενεστώτας | βιβρώσκω |
|---|---|
| Παρατατικός | - |
| Μέλλοντας | βρώσομαι |
| Αόριστος α΄και β' | ἔβρωσα και ἔβρων |
| Παρακείμενος | βέβρωκα |
| Υπερσυντέλικος | - |
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Σύνθετα
[επεξεργασία]
Πηγές
[επεξεργασία]- βιβρώσκω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- βιβρώσκω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.