ἄρκτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc) [επεξεργασία]
Πτώση | Ενικός | Δυϊκός | Πληθυντικός |
---|---|---|---|
Ονομαστική | ἄρκτος | ἄρκτω | ἄρκτοι |
Γενική | ἄρκτου | ἄρκτοιν | ἄρκτων |
Δοτική | ἄρκτῳ | ἄρκτοιν | ἄρκτοις |
Αιτιατική | ἄρκτον | ἄρκτω | ἄρκτους |
Κλητική | ἄρκτε | ἄρκτω | ἄρκτοι |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ἄρκτος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₂ŕ̥tḱos (αρκούδα)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ἄρκτος θηλυκό
Πηγές[επεξεργασία]
- «ἄρκτος» - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ. Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012.
- «ἄρκτος» - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.