oso
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Βασκικά (eu)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
oso (eu)
Γαλικιανά (gl)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
oso (gl)
- (θηλαστικό ζώο) η αρκούδα
Ισπανικά (es)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
oso | osos |
oso (es) αρσενικό
- (θηλαστικό ζώο) η αρκούδα