Μετάβαση στο περιεχόμενο

beer

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

beer < μέση αγγλική bere < αγγλοσαξονική beor < πρωτογερμανική *beuzą

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
beer beers

beer (en)

  • η μπίρα
      She downed a glass of beer in one gulp.
    Κατέβασε μονορούφι ένα ποτήρι μπίρα.



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

beer (af)



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

beer (nl)